- μιλιταριστής
- οθηλ. -ίστρια ο οπαδός του μιλιταρισμού, της στρατοκρατίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μιλιταριστής — ο, θηλ. μιλιταρίστρια οπαδός τού μιλιταρισμού, στρατοκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. militariste (βλ. μιλιταρισμός)] … Dictionary of Greek
μιλιταριστικός — ή, ό [μιλιταριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μιλιταρισμό ή στον μιλιταριστή, στρατοκρατικός («μιλιταριστική νοοτροπία») … Dictionary of Greek
στρατοκράτης — ο, Ν αυτός που κυβερνά με τη βοήθεια τού στρατού ή αυτός που υποστηρίζει την ανάμιξη τού στρατού στην πολιτική ζωή μιας χώρας, μιλιταριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + κράτης (< κράτος), πρβλ. τρομο κράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην… … Dictionary of Greek
Μιρμπό, Οκτάβ — (Octave Mirbeau, 1848 – 1917). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από νορμανδική οικογένεια. Σπούδασε στο λύκειο των Βαν, που διευθύνονταν από Ιησουΐτες. Ο Μ. άρχισε τη σταδιοδρομία του ως θεατρικός κριτικός και με την ιδιότητά του αυτή συνεργάστηκε με … Dictionary of Greek